- ισταμινικός
- -ή, -όο σχετικός με την ισταμίνη ή αυτός που προέρχεται από αυτήν.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. histaminic < hist-amin- (πρβλ. ισταμίνη) + -ic (πρβλ. -ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.